- εἰσαφίκανον
- εἰσαφί̱κανον , εἰσαφικάνωimperf ind act 3rd plεἰσαφί̱κανον , εἰσαφικάνωimperf ind act 1st sgεἰσαφικάνωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)εἰσαφικάνωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.